χρηματικῆς

χρηματικῆς
χρηματικός
of
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… …   Dictionary of Greek

  • πριμοδότηση — η, Ν [πριμοδοτώ] 1. (οικον.) η παροχή χρηματικής αμοιβής για ενθάρρυνση ή στήριξη μιας δραστηριότητας, αλλ. επιχορήγηση 2. φρ. α) «πριμοδότηση εξαγωγών» (οικον.) i) η εκ μέρους τού κράτους κάλυψη μέρους τού κόστους παραγωγής εξαγώγιμων προϊόντων… …   Dictionary of Greek

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • ανάρμεγος — και ανάρμεχτος, η, ο 1. (για Θηλαστικά) αυτός που δεν έχει αρμεχτεί 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έγινε αντικείμενο χρηματικής εκμετάλλευσης …   Dictionary of Greek

  • αποδοκιμασία — Η έμπρακτη άρνηση συμμόρφωσης προς την απόφαση ενός ποινικού δικαστηρίου. Εκδηλώνεται είτε με δημόσια πρόσκληση σε συνεισφορά για την καταβολή της χρηματικής ποινής, της αποζημίωσης ή των δικαστικών εξόδων που έχουν επιβληθεί, είτε με τη… …   Dictionary of Greek

  • αποτιμητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποτίμηση 2. το θηλ. ως ουσ. η αποτιμητική επιστημονικός κλάδος της οικονομικής των επιχειρήσεων που ασχολείται με τις μεθόδους χρηματικής εκτίμησης των οικονομικών αγαθών …   Dictionary of Greek

  • διατίμηση — η (AM διατίμησις) [διατιμώ] νεοελλ. ο καθορισμός από την αρμόδια κρατική υπηρεσία τού ανώτατου ορίου τής τιμής τών εμπορευμάτων για τον πωλητή 2. ο καθορισμός αμοιβής για παρεχόμενη εργασία 3. πίνακας όπου αναγράφονται από την αρμόδια κρατική… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”